- εικονολήπτης
- οηλεκτρονική φορητή συσκευή που χρησιμεύει στη λήψη σκηνών για εκπομπή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εικονολήπτης — ο αυτός που με κινηματογραφική μηχανή λήψης κινηματογραφεί τη δράση των ηθοποιών ή το τοπίο που καθορίζει ο σκηνοθέτης, ο καμεραμάν, ο οπερατέρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εικόνα — (Μαθημ.). Αν A,B δύο σύνολα, F μία απεικόνιση από το Α στο Β, δηλαδή ένα μη κενό υποσύνολο του καρτεσιανού γινομένου A x Β (Fc = A x Β) και (χ,ψ) F, τότε το ψ ονομάζεται μια ε. του χ κατά την απεικόνιση ψ. γεωμετρική ε. συνάρτησης. Αν f είναι… … Dictionary of Greek
Βερτόφ, Τζίγκα — (Dziga Vertov, Μπιαλιστόκ, Πολωνία 1896 – Μόσχα 1954). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πολωνοεβραϊκής καταγωγής Ρώσου σκηνοθέτη, μοντέρ και θεωρητικού του κινηματογράφου Ντένις Αρκαντίεβιτς Κάουφμαν (Dennis Arkadievitch Kaufman, της γνωστής… … Dictionary of Greek